- τριτοετής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, αυτός που διανύει το τρίτο έτος: Τριτοετής φοιτητής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τριτοετής — ές, Ν αυτός που διανύει το τρίτο έτος («τριτοετής φοιτητής»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + ετής (<έτος), πρβλ. πρωτο ετής. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… … Dictionary of Greek